F Ο Δημήτρης Μπαβέλλας μιλάει στον Πάνο Μουζάκη για τη νέα του ταινία "Η Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ" - FilmBoy Ο Δημήτρης Μπαβέλλας μιλάει στον Πάνο Μουζάκη για τη νέα του ταινία "Η Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ" - FilmBoy
  • Latest News

    Ο Δημήτρης Μπαβέλλας μιλάει στον Πάνο Μουζάκη για τη νέα του ταινία "Η Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ"


    Έξι χρόνια μετά το Runaway Day, o Δημήτρης Μπαβέλλας επιστρέφει με τη νέα του ταινίας "Η Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ".

    Η Λώρα έκανε πρεμιέρα στο Επίσημο Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του Tallinn Black Nights Film Festival, ήταν από τις τελευταίες ελληνικές ταινίες που προβλήθηκε σε διεθνές κινηματογραφικό Φεστιβάλ πριν το κλείσιμο των αιθουσών στις 12 Μαρτίου στο Μons International Film Festival 2020, και πριν λίγες ημέρες προβλήθηκε στο φεστιβάλ του Σεράγεβο.


    Ο Πάνος Μουζάκης πριν λίγες ημέρες (31/8) μίλησε με τον Δημήτρη Μπαβέλλα για αυτή τη νέα του ταινία αλλά και όχι μόνο.


    Τι σε ενέπνευσε για αυτή την ιστορία και τι συμβολίζει η Λώρα Ντουράντ για σένα; Ποιες ήταν οι επιρροές σου;


    Καταρχήν, η ζωή που κάνουν οι τύποι στην ταινία πριν βάλουν μπροστά είναι εμπνευσμένη από τις προσωπικές μου εμπειρίες όταν ολοκλήρωνα την πρώτη μου ταινία, το Runaway Day, προσπαθώντας παράλληλα να επιβιώσω μέσα σε ένα κλίμα μίσους για τον κάθε καλλιτέχνη, καλλιεργημένο τέλεια από τη σχεδόν ακροδεξιά τότε κυβέρνηση. Εκλεκτικές συγγένειες με τη σημερινή κατάσταση δηλαδή.
    Η ίδια η Λώρα είναι μια γυναίκα που αρνείται να συμβιβαστεί και σπάει τα δεσμά της σόουμπιζ τρέχοντας μακριά. Το όνομά της προέρχεται τόσο από το κλασικό φιλμ νουάρ Λώρα του Ότο Πρέμινγκερ όσο και από την πιο πρόσφατη Λώρα Πάλμερ του Twin Peaks. Στο πρόσωπό της βλέπω τον κάθε καλλιτέχνη, τον κάθε άνθρωπο εντέλει που προσπαθεί να αντισταθεί σε όσα η σύγχρονη κοινωνία φορτικά επιβάλλει. Η Λώρα είναι μια πορνοστάρ που κάποια στιγμή αποφασίζει να σπάσει την αλυσίδα και να εξαφανιστεί από το σύστημα χωρίς να αφήσει ίχνος πίσω της. Να σημειωθεί εδώ ότι σε κανένα σημείο του φιλμ δεν ξεχωρίζουμε το χώρο της «ώριμης» σόουμπιζ από τη «συμβατική» γιατί, απλούστατα, δεν διαφέρουν σε τίποτα.
    Αυτή ακριβώς η ανατρεπτική επιλογή είναι που οι δυο φίλοι θαυμάζουν περισσότερο στη Λώρα και από όπου πηγάζει ο πλατωνικός τους έρωτας για εκείνη. Έτσι λοιπόν, όταν τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, αποφασίζουν να αποκοπούν πλήρως από την πραγματικότητα και να την ακολουθήσουν σε ένα ταξίδι μέσα στις εικόνες και τους ήχους της πάλαι-ποτέ νιότης τους.
    Γιατί όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, η πορνοστάρ Λώρα Ντουράντ συμβολίζει τη χαμένη αθωότητα των δύο ηρώων και όσων από εμάς ταυτιζόμαστε μαζί τους.
    Από ένα σημείο της ταινίας και μετά μάλιστα, τα ίδια τα κινηματογραφικά κλισέ παίρνουν το πάνω χέρι γράφοντας την ιστορία και τη μοίρα των ηρώων. Αυτοί οι δύο τύποι δε επιλέγουν συνειδητά να χαθούν μέσα στη φαντασία τους και τις κινηματογραφικές/μουσικές τους μνήμες προκειμένου να αντιμετωπίσουν την πολλαπλή επίθεση της κοινωνίας.


    Στην ταινία υπάρχουν αρκετοί χώροι, που προσδίδουν αυθεντικότητα στην ταινία. Ήταν εύκολα τα γυρίσματα σε αυτούς; Πώς ήταν η εμπειρία αυτή; 


    Όταν θες να κάνεις σωστά τη δουλειά σου, δηλαδή να δώσεις βάση στη λεπτομέρεια, δεν υπάρχει εύκολο γύρισμα. Στην Ελλάδα ειδικά, τα γυρίσματα είναι εξαιρετικά δύσκολα. Ιδιαιτέρως στη Λώρα, μια ταινία που γυρίστηκε με το 1/5 των χρημάτων που θα έπρεπε να έχει για να γίνει σωστά, ζοριστήκαμε ως συνήθως αρκετά.
    Μεταξύ σοβαρού κι αστείου, υποδεχόμουν κάθε νέο συνεργάτη με την ατάκα που λέει ο Γουόλτερ Σόμπτσακ (Τζον Γκούντμαν) στο Μεγάλο Λεμπόφσκι: «Μπαίνεις σε έναν κόσμο πόνου...». Όταν αυτοί οι συνεργάτες διάβαζαν το σενάριο και αντιλαμβάνονταν τί πάμε να κάνουμε, κλείδωνα γρήγορα την πόρτα του γραφείου ώστε να μη μπορούν να φύγουν ;-)
    Πέρα από την πλάκα, η προετοιμασία έγινε με εξαιρετικό τρόπο και πολύ σκληρή δουλειά. Με τους βασικούς συντελεστές της ταινίας αλωνίσαμε όλη την Ελλάδα για να βρούμε τους κατάλληλους χώρους που θα φιλοξενηθούν μέσα στο... large 2:39 κάδρο μας για να χωράει πέρα από τους δύο βασικούς χαρακτήρες και τα πέριξ τοπία που ανοίγονται μπροστά τους στο φανταστικό σύμπαν της ταινίας.
    Από μικρός για μένα σινεμά σημαίνει εξωτερικό, ημερήσιο πλάνο σε μεγαλοπρεπή τοπία. Προσπαθώ πάντα να αναδεικνύω τους χώρους στις ταινίες μου και η Λώρα δεν είναι εξαίρεση.
    Βέβαια όσο περνούσε ο καιρός και συνειδητοποιούσαμε το πραγματικό μας μπάτζετ, τόσο η ανεύρεση χώρων... περιοριζόταν γεωγραφικά προκαλώντας την ανάλογη θυμηδία στο Line Producer και Συμπαραγωγό της ταινίας Γιώργο Ζέρβα. Ο οποίος τελικά βρήκε μόνος του αρκετούς από τους χώρους που βλέπετε στην ταινία!
    Τόσο στους χώρους όσο και σε ότι άλλο ζήτημα προέκυψε, είχα πάντα ένα μεγάλο σύμμαχο: Τη γνωστή αυταπάρνηση του κινηματογραφικού συνεργείου με τη φιλοτιμία να καλύπτει τις οικονομικές δυσκολίες και να προσπερνάει τα προβλήματα, κάνοντας ταινίες με μπάτζετ μικρού μήκους να μοιάζουν... υπερπαραγωγές. 




    Η ταινία είναι ένας ωραίος συνδυασμός road film, κωμωδίας και μυστηρίου, όχι και τόσο συνηθισμένο για τις ελληνικές παραγωγές. Τι θεωρείς πως κάνει την ταινία να διαφέρει από άλλες σύγχρονες ελληνικές ταινίες;


    Νομίζω ότι η ταινία μου διαφέρει από άλλες σύγχρονες ελληνικές ταινίες επειδή δεν έχει μέσα νεκρά ζώα. Έχει βέβαια ένα ζωντανό σκυλάκι, τον Μαξ του Χάρη Βαφειάδη που εμφανίζονται μαζί σε μια σκηνή.
    Χαίρομαι που βρίσκεις το συνδυασμό ειδών στη Λώρα ωραίο. Δυστυχώς η ΕΡΤ δεν πρέπει να τον βρήκε τόσο ωραίο, για την ακρίβεια θα πρέπει να θεώρησε ότι γυρίζουμε κανονικό πορνό αν κρίνει κανείς από το πενιχρό ποσό με το οποίο επιχορήγησε την ταινία.
    Τι κι αν η Λώρα είχε μια από τις δυνατές πορείες σε αγορές συμπαραγωγών σε όλο τον κόσμο; Τι κι αν για σχεδόν τέσσερα χρόνια μαζί με τη Συμπαραγωγό μου Λίνα Γιαννοπούλου στην προσπάθεια να στήσουμε μια διεθνή συμπαραγωγή είχαμε πραγματικά αλωνίσει κάθε είδους φόρουμ, co-production market κλπ; Τί κι αν η πρώτη μου ταινία, το Runaway Day, είχε παιχτεί σε 50-60 Φεστιβάλ ανά τον κόσμο, για τρεις εβδομάδες στις ελληνικές αίθουσες, είχε πάρει 3-4 βραβεία και άλλες διακρίσεις; Όχι, στη δική μας περίπτωση, αυτά είναι πράγματα που δεν άγγιξαν την ΕΡΤ. Ούτε και στο ΕΚΚ πήγαν πολύ καλύτερα τα πράγματα από οικονομικής πλευράς.
    Ωστόσο εκεί είχαμε την τύχη να καταθέσουμε τον τελικό μας φάκελο όταν ήταν γενική διευθύντρια η Ηλέκτρα Βενάκη οπότε πήραμε αποτελέσματα για το αν θα εγκριθεί το σενάριο μέσα σε 6 μήνες. Αυτό είναι χρόνος-ρεκόρ για το δικό μας Κέντρο Κινηματογράφου και ένας καλός χρόνος παγκοσμίως για οποιοδήποτε κρατικό οργανισμό χρηματοδοτεί ταινίες.
    Για άλλη μια φορά η... χρόνια Παραγωγός μου Τζίνα Πετροπούλου του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοπονήσου έδρασε σαν πραγματική Παραγωγός (και όχι υπεργολάβος δημόσιου χρήματος) δίνοντας τη λύση αν με καταλαβαίνει$.
    Υποθέτω ότι το φιλμ ανήκει στο εκκολαπτόμενο είδος του... Goonieswave όπως το βάφτισε ο μοντέρ της ταινίας Γιώργος Γεωργόπουλος. Στη Λώρα – όπως και στην πρώτη μου ταινία - υπάρχουν μέσα όλες οι ταινίες που μανιωδώς καταβρόχθιζα σε VHS κασέτες ή στο σινεμά από 5 ως 10 χρονών και τις οποίες ανασυνθέτω βάζοντας μέσα την οπτική μου και αυτά που θέλω να πω.
    Το κυνήγι της ελευθερίας που συνεχώς υπεκφεύγει, οι ιδέες του Χένρι Ντέιβιντ Θορώ, ο κυνισμός του Αμβρόσιου Μπιρς, η μπαναλιτέ του κακού κατά Χάνα Άρντεντ είναι μερικά από τα πράγματα που θα βρει κανείς στη Λώρα και περνούσαν από το μυαλό μου όσο έγραφα το σενάριο μαζί με την Κατερίνα Κλειτσιώτη.
    Όλα αυτά βέβαια σε ένα... cheap thrills περιτύλιγμα, μη χάνουμε και θεατές!


    Έχει γίνει αρκετή δουλειά στη μουσική της ταινίας. Από συμμετοχές σε τραγούδια μέχρι τη χρήση της μουσικής σε πολλές σεκάνς. Πώς προέκυψε αυτή η επιλογή;


    Η μουσική είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου που με κάνει καλύτερο άνθρωπο. Ήταν και η πρώτη μου δουλειά πολύ πριν μπω στο σινεμά που ποτέ δεν άφησα πίσω, κατά περιόδους μάλιστα εξακολουθεί να με βιοπορίζει. Όταν βέβαια δεν υπάρχει... ποτοαπαγόρευση και θεαθήναι κλείσιμο των μπαρ προς τέρψη των θεατών του «Σκάι» που αποτελούν το βασικό κορμό των ψηφοφόρων της κυβέρνησης.
    Όπως όλες οι «συναρπαστικές» feelgood περιπέτειες των ‘80ς, έτσι και η Λώρα είναι γεμάτη μουσική που μάλιστα συνδέεται με το εκάστοτε σύμπαν που μπαίνουν οι δύο φίλοι της ταινίας.
    Αν πρέπει να ξεχωρίσω ένα κομμάτι αυτή την εποχή θα είναι το “Theme for the Man from Valparaiso” του Ιάσωνα Λεοντίδη. Ο τίτλος του κομματιού αναφέρεται στη μνήμη του Μάριου Μπότσαρη, φίλου, συνεργάτη, ιδιοκτήτη του Cafe Valparaiso Society στο Κουκάκι που εμφανίζεται στην ταινία και χάθηκε άδικα τον Ιούλιο που μας πέρασε.


    Οι κωμικοί διάλογοι και η χημεία των δύο πρωταγωνιστών είναι από τα πιο δυνατά στοιχεία του έργου. Πες μου λίγα λόγια για τον τρόπο που δουλέψατε.


    Από την αρχή η προσέγγισή μου στους δύο χαρακτήρες ταυτίζεται με αυτή του Τζόζεφ Κάμπελ με τη θεωρεία του για το ταξίδι του ήρωα και το λεγόμενο κάλεσμα στην περιπέτεια: Οι ήρωες που στην προκειμένη περίπτωση είναι οι δύο φίλοι, βγαίνουν από τη μίζερη καθημερινότητά τους, συνειδητά και σταδιακά απαγκιστρώνονται από την πραγματικότητα μπαίνοντας σε ένα σύμπαν όπου όλα είναι πιθανά. Είναι αυτό που κάνει και ο Τζωρτζ Λούκας στον Πόλεμο των Άστρων, με κάπως μεγαλύτερο μπάτζετ είναι η αλήθεια ;-)
    Σκοπός μου ήταν να φτιάξω ένα κινηματογραφικό δίδυμο από αυτά που έχουμε λατρέψει στο σινεμά, από τον Καλό, τον Κακό και τον Άσχημο, στους Blues Brothers και φυσικά στο Χαμός στην Τσάιναταουν του Master JC. Για να επιτύχουμε το παραπάνω, θέλαμε να τους βλέπουμε πάντα μαζί μέσα στο πλάνο. Έτσι επιλέξαμε το κάδρο μας να είναι 2.39:1 ώστε να χωράει και τους δύο ενώ δέχονται τις κάθε είδους «απειλές» του έξω κόσμου.
    Με το Μάκη τον Παπαδημητρίου που ερμηνεύει τον Αντώνη είναι η δεύτερη ταινία που κάνουμε μετά το Runaway Day. Ο ρόλος του Χρήστου δε σου κρύβω ότι με ταλαιπώρησε, έκανα κάποια χρονοβόρα κατά αντιπαραβολή κάστινγκ με πολλά παιδιά που ευχαριστώ πολύ. Είχαμε και μια ατυχία με έναν τύπο που έφυγε ενώ είχαμε συμφωνήσει, κάτι που έφερε την ανεξάρτητη παραγωγή μας στα όρια της. Βέβαια η Συμπαραγωγός και φίλη Στέλλα Θεοδωράκη έχει πει τη μεγάλη κουβέντα: «Καλός ηθοποιός είναι αυτός που παίζει στην ταινία».
    Αυτό το γεγονός στάθηκε η αφορμή να βρω το Μιχάλη Σαράντη που αποδείχτηκε ιδανικός για το ρόλο. Όσο για τη χημεία τους, είναι κάτι που με μεγάλη χαρά συνειδητοποίησα όταν τους είδα μαζί μέσα από την κάμερα στην πρώτη μας κοινή συνάντηση.
    Είμαι πολύ της πρόβας όπως ο Μάκης και ο Μιχάλης, πρόβες τις οποίες φέραμε σε πέρας με αρκετή στενότητα χρόνου. Νομίζω ότι το σημαντικότερο που κατακτήσαμε ήταν να «σπάσει» το κείμενο, να τους γίνει δεύτερη φύση. Έτσι όταν στα πιεσμένα γυρίσματα που κάναμε έπρεπε πολλές φορές να γίνουν αλλαγές στις σκηνές, στις ατάκες και σε όλα, τα παιδιά ήταν προετοιμασμένα κάτι που μας έκανε να προχωρήσουμε κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο, φτάνοντας σε ένα αποτέλεσμα που με ικανοποιεί παρά τις αντιξοότητες που αντιμετωπίσαμε στην πορεία.
    Όπως λέει άλλωστε κι ο Μπρους Κάμπελ του Evil Dead, «όσο πιο εύκολα περνάς όταν γυρίζεις μια ταινία, τόσο πιο δύσκολα περνάς όταν τη βλέπεις μετά».




    Στην ταινία συμμετέχει ένα εξίσου πολύ καλό καστ – πέρα από το πρωταγωνιστικό δίδυμο – που θα έλεγα πως ήταν σε ιδιαίτερα καλή στιγμή. Πες μου λίγα πράγματα για την συνεργασία σου μαζί τους.


    Να είσαι καλά! Είναι γεγονός ότι με τον Casting Director Σταύρο Ράπτη με τον οποίο κάναμε το καστ των 26 ή 27 ομιλούντων ρόλων της ταινίας, συγκεντρώσαμε ένα δυνατό σύνολο για το οποίο είμαι πραγματικά περήφανος.
    Να ξεκινήσω από την Άννα Καλαϊτζίδου που ερμηνεύει τη Λώρα με ένα μοναδικό τρόπο, μπαίνοντας πραγματικά μέσα στο πετσί του ρόλου. Πέρα από το πόσο γρήγορα κατάλαβε τί θέλαμε να κάνουμε και μας το έδωσε απλόχερα, με εντυπωσίασε με τις τρομερές αντοχές της: Η Άννα συνήθως ερχόταν από μια πολύωρη πρόβα ή παράσταση, πολλές φορές και τα δύο μαζί, φέρνοντας στο σετ μια απίστευτη ενέργεια. Είναι χαρακτηριστική η άνεση με την οποία άλλαζε εμφανίσεις μέσα σε ελάχιστα λεπτά αν όχι δευτερόλεπτα. Όπως έχω ξαναπεί, πέρα από εξαιρετική ηθοποιός και συνεργάτις, είναι παράλληλα μια πανέμορφη, δυναμική γυναίκα με πολύ αγάπη για τη δουλειά. Ήμουν πολύ τυχερός που την είχα στο φιλμ.
    Ο Δάνης ο Κατρανίδης συμμετέχει φιλικά και ήταν άψογος σε ένα ρόλο-συνέχεια της τελευταίας του κινηματογραφικής εμφάνισης όπου ερμηνεύει τον «Μπος» στα Βαποράκια του Παύλου Τάσιου (είμαι.. fanboy της ταινίας όσο και του Προσοχή, Κίνδυνος! του Γιώργου Σταμπουλόπουλου όπου επίσης παίζει ο Δάνης). Για μένα ήταν μια απίστευτη στιγμή να τον έχω στην ταινία, γράφει καταπληκτικά, δεν έχει ξεχάσει καθόλου το σινεμά και έπεται συνέχεια μεταξύ μας αν το καταφέρουμε.
    Η Υβόννη Μαλτέζου μετά την πρώτη συνεργασία μας στο Runaway Day είναι πλέον μια καλή φίλη που θέλω να έχω πάντα στις ταινίες μου. Θεωρώ ότι δίνει στο φιλμ μια ερμηνεία πολλών αποχρώσεων, ξεκινά από ξεκαρδιστική και φτάνει να γίνεται πραγματικά τραγική. Μια ερμηνεία που δούλεψε με μεράκι, σχολαστικότητα όπου χρειάζεται μα και τη χαρακτηριστική ηρεμία που τη διακρίνει, φωτίζοντας το σετ. Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο κατά την προβολή στο Φεστιβάλ του Σαράγιεβο και της έγινε ειδική μνεία στην κριτική του ScreenDaily για την ταινία. Οι μέρες που είχαμε στο γύρισμα την Υβόννη ήταν μπολιασμένες από τη γαλήνη που εκπέμπει σαν άνθρωπος και την υπερευχαριστώ για όλα.
    Με τον Αλέξανδρο Λογοθέτη διασκέδασα πάρα πολύ τις σκηνές που γυρίσαμε αλλά δεν μπορώ να σας τις αποκαλύψω γιατί θα προδώσω το ρόλο που ερμηνεύει. Επίσης, είναι η φωνή πίσω από το ξεκαρδιστικό vintage ελληνικό τρέιλερ που θα συνοδεύσει την ταινία όταν με το καλό βγει στις αίθουσες (Τζον Κάρπεντερ θέλοντος και Covid επιτρέποντος).
    Ο Νίκος Χατζόπουλος είναι ένας ηθοποιός που πιστεύω ότι όσοι σκηνοθέτες έχουμε συνεργαστεί μαζί του θα θέλαμε να τον διασφάλιζε περισσότερο το σινεμά ώστε να παίζει σε περισσότερες ταινίες από ότι στο θέατρο. Ευσεβείς πόθοι...
    Ο Ηλίας ο Κουνέλας είναι φίλος, επίσης με τρομερή αύρα, κινηματογραφικό πρόσωπο και έπεται ελπίζω συνέχεια και μαζί του. Γεια σου Λιάκο!
    Τον Κώστα το Γώγουλο θέλω να το ευχαριστήσω ιδιαιτέρως γιατί ήταν κάτι σαν... από μηχανής θεός στην ταινία ;-)
    Μα και οι Μαίρη Μηνά, Κρις Ραντάνοφ, Αναστασία Πλέλλη (Punks not dead!), ο γιός του Μάκη, ο Αγγελος Παπαδημητρίου, η Μαρία Σκουλά σε ένα γρήγορο fun πέρασμα και όλοι όσοι συμμετείχαν ήταν υπέροχοι!



    Από όσο γνωρίζω έχετε κάνει διάφορες καμπάνιες για την προώθηση της ταινίας. Ποιο ήταν το σκεπτικό πίσω απ’ αυτό;


    Ζούμε σε μια εποχή που έχουμε καταντήσει να κάνουμε ταινίες για να έχουν καλό φέισμπουκ. Αστειεύομαι αλλά στη δουλειά μας η πληροφορία είναι το παν όπως λέει κι ο Τζέρεμι Άιρονς στο Inland Empire. Οπότε το να έχεις δυνατό οπτικό υλικό για να προωθήσεις μια παραγωγή είναι πλέον μονόδρομος. Ειδικά τώρα που διανύουμε μια περίοδο με... ξαφνικά διαλείμματα εγκλεισμού οπότε η σχέση πολλών με το σινεμά περιορίζεται μπροστά από ένα λάπτοπ.
    Έτσι κι αλλιώς η Λώρα έχει μέσα πολλά «ζωντανά» τραγούδια για τα οποία εξαρχής είχαμε υπολογίσει ότι θα γυρίσουμε επιπλέον υλικό ώστε κάποια από αυτά να γίνουν βιντεοκλίπ. Δεν ξέρω πόσο συγκινεί αυτό το κοινό, πάντως εμείς το ευχαριστηθήκαμε και είναι πάντα ωραίο να χρησιμοποιείς υλικό που δεν μπήκε στην ταινία.
    Σε αυτή τη μεγάλη, είναι η αλήθεια, προσπάθεια προώθησης έχω διάφορους αρωγούς. Στυλοβάτης είναι ο Νίκος Καλλιπολίτης, η μικρού μήκους του οποίου με τίτλο «Μοσχαράκι Κοκκινιστό» ποτέ δεν καταλάβαμε γιατί δεν διαγωνίζεται στο φετινό Φεστιβάλ Δράμας.
    Δύο από τα βιντεοκλίπ της ταινίας έχει μοντάρει με πολύ προσωπικό στιλ ο Νίκος Χαντζής, υπεύθυνος για το ντοκιμαντέρ Music for Ordinary Life Machines με θέμα την ελληνική συνθ σκηνή των τελευταίων 35 χρόνων που κάνει... θραύση, παίζεται συχνότατα!
    Ο γιος του συνθέτη της ταινίας, Έριν Μπουσούνης, έχει επίσης βοηθήσει μοντάροντας διάφορα υλικά. Στα οπτικά εφέ τόσο της ταινίας, όσο και στα επιμέρους βίντεο προώθησης έχει κάνει πολύ δουλειά ο Γιώργος ο Φυλαχτός.
    Αφού φτάσαμε στα εφέ, θα πρέπει να γίνει μια αναφορά στους συμπαραγωγούς της ταινίας οι οποίοι μπήκαν να καλύψουν την υποχρηματοδότηση του κράτους και χωρίς τους οποίους η Λώρα απλά δεν θα υπήρχε.
    Καταρχήν είναι τα εργαστήρια εικόνας της 2|35, ο Νίκος ο Μούτσελος και ο Σάκης ο Μπουζάνης που κάνουμε μαζί τη δεύτερη ταινία μας και είναι πλέον στην κατηγορία οικογένεια παρά συνεργάτες. Να είναι καλά.
    Είναι η Ammos Music που έχει καλύψει τη μουσική παραγωγή της ταινίας.
    Η Alatas Films χωρίς την οποία επίσης δεν θα μιλούσαμε σήμερα για τη Λώρα.
    Η Φαντασία Οπτικοακουστική της Στέλλας Θεοδωράκη και του Θάνου Αναστόπουλου που δίνουν πάντα μια χείρα βοηθείας στον ανεξάρτητο κινηματογραφιστή. Άσε που ανήκουν γεωγραφικά και στο... Σινε-Δουκάτο της Γαργαρέττας εδώ στο Βορειοδυτικό Κουκάκι.
    Στα οπτικά εφέ είναι η ΚΕΝΤ Films του Νίκου του Πίττα που με συνοπτικές διαδικασίες μπήκε στη μάχη φέρνοντας μαζί τον Λούη τον Πατσιά και την εταιρεία του The Coffee Films.
    Το μεγαλύτερο κομμάτι των οπτικών εφέ έκανε ο Γιώργος Παπαϊωάννου με την εταιρεία του frameworks ενώ την παραγωγή της μίξης του ήχου ανέλαβαν οι DNA Lab των Μιχάλη Νιβολιανίτη και Αλέξανδρου Χρηστάρα με μια πάρα πολύ ειδική οικονομική συμφωνία για την οποία τους υπερευχαριστώ.
    Ακόμα και το «σκληρό» 2020 το σινεμά της... καλής πίστης εξακολουθεί να υφίσταται για να στηρίξει την αδυναμία του κράτους. Ουσιαστικά μερικοί φωτεινοί άνθρωποι μπαίνουν στη μέση για να πραγματοποιούνται οι ταινίες μας. Αυτό είναι υπέροχο σε ανθρώπινο επίπεδο, το λιγότερο όμως θλιβερό από την πλευρά της πολιτείας που δείχνει τόσο την ένδεια όσο και την έλλειψη σωστής κρίσης των χρηματοδοτικών μηχανισμών του δημοσίου.
    Όσο για τα δύο μυστηριώδη βίντεο που εμφανίστηκαν το ένα μετά το άλλο ξαφνικά στο διαδίκτυο τους προηγούμενους μήνες με αποσπάσματα από ταινίες της Λώρα, οι παραγωγοί της ταινίας ερευνούν την υπόθεση σε βάθος και δεν θέλουν προς το παρόν να κάνουν κανένα σχόλιο.


    ©Andy Tierce

    Πες μου λίγα λόγια πώς βλέπεις την κατάσταση του κινηματογράφου σήμερα στην Ελλάδα. Τι πιστεύεις ότι είναι καλό και τι όχι;

    Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι πολύ ενθουσιασμένος ούτε με την κατάσταση του κινηματογράφου στην Ελλάδα, ούτε με την Ελλάδα γενικότερα. Έρχεται και το έτος της επαναστάσεως οπότε αναμένεται να πέσει πολύ κονόμα (άλλωστε η εκ του ασφαλούς εθνικοφροσύνη πάντα αποφέρει).
    Σε προσωπικό επίπεδο το μόνο πράγμα για το οποίο είμαι αισιόδοξος είναι η Λώρα Ντουράντ, για την οποία είμαι ιδιαίτερα περήφανος. Και οι ταινίες ως γνωστόν θα επιβιώσουν όχι μόνο από την πανδημία του Covid, αλλά ακόμη και από μια ενδεχόμενη πανδημία ζόμπι!
    Κατά τα άλλα νοσταλγώ την εποχή που ζούσαμε offline, όταν γύριζα τις ταινίες μου σε φιλμ 16mm και ένιωθα τον άνεμο να με χτυπάει στο πρόσωπο με αυτή την υπέροχη αίσθηση ελευθερίας που σου δίνει το σινεμά. Δεν με συγκινεί να περνάω τη ζωή μου μπροστά από οθόνες υπολογιστών, δεν με συγκινεί καθόλου η εξέλιξη που έχει πάρει η δουλειά μας προς μια κατεύθυνση που, όπως πάει το πράγμα, δεν θα βγαίνουμε καν για γύρισμα. Σε λίγο θα φτάσουμε να παίζονται οι ταινίες μας ονλάιν και να λέμε ευχαριστώ. Το αναμορφικό 2.39:1 κάδρο της Λώρα σίγουρα δεν ενδείκνυται για προβολή σε λάπτοπ αλλά, αντιθέτως, σε αίθουσες με τεράστια οθόνη παρουσία 400 ατόμων και άνω, όπως καλή ώρα συνέβη στην παγκόσμια πρεμιέρα μας στο Tallinn Black Nights Film Festival τον περασμένο Νοέμβριο. Ή 150 ατόμων όπως συνέβη στην προβολή μας στο Μons International Film Festival στο Βέλγιο μια μέρα πριν το lockdown του Μαρτίου.
    Και προφανώς η κοινωνική αποστασιοποίηση συνηγορεί σε όλα τα παραπάνω, επιταχύνει ραγδαία τις αλλαγές στη δουλειά που μόνο ζημιά κάνουν στο σινεμά και στη σχέση του με το θεατή. Αναγνωρίζω τα τεράστια οφέλη που έχει φέρει στη δουλειά μας η τεχνολογία αλλά θα προτιμήσω το συναίσθημα και την De-Evolution.

    Σε επαγγελματικό επίπεδο, το πρόσφατο ειδικό πρόγραμμα του Υπουργείου Πολιτισμού για την ενίσχυση του ελληνικού κινηματογράφου αποδείχτηκε ένα ακόμα θλιβερό σόου: Πέρα από τα γνωστά enfants gâtés, τα χρήματα μοιράστηκαν ως επί το πλείστον σε πρώην πρόεδρους και μελλοντικές πρόεδρους του ΕΚΚ, πρώην απλούς υπάλληλους του ΕΚΚ (!), γόνους εφοπλιστών που πήραν διπλή χρηματοδότηση με διαφορετικά ΑΦΜ, συζύγους εφοπλιστών και από εδώ παν κι άλλοι. Στην τελική ας καταθέταμε και φορολογική δήλωση μαζί με τις προτάσεις για να δούμε ποιος έχει πραγματικά ανάγκη την ενίσχυση.
    Θα μπορούσα να πω πολλά ακόμα για το Κέντρο Κινηματογράφου αλλά επειδή υπάρχουν εκεί κάποιοι άνθρωποι που νοιάζονται για τις ταινίες μας και τις προωθούν σαν να είναι δικές τους δεν θέλω να τους αδικήσω με μια εύκολη, μαζική κριτική.
    Αν πάντως κάποιος από το ΕΚΚ, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το Υπουργείο Πολιτισμού ή κάποιον άλλον οργανισμό διάβασε τις δύο προτάσεις που κατέθεσα, πολύ θα ήθελα μια γνώμη... Κρίμα για τα νέα παιδιά που υπέβαλλαν σενάρια αλλά καλύτερα έτσι ώστε να καταλαβαίνουν το modus operandi από νωρίς. Και να διαλέξουν πλευρά.
    Στην ΕΡΤ έκοψαν πρόσφατα και ένα μικρού μήκους σενάριο που κατέθεσα, σενάριο ενός καλού φίλου που δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας. Αγαπημένο του πρόσωπο μου ζήτησε να μην επεκταθώ και προς το παρόν δε θα το κάνω.
    Πάντως ευχαριστώ από καρδιάς το ΕΚΚ και την ΕΡΤ γιατί, με τρία κομμένα σενάρια μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες, με κάνουν να νιώθω σαν τελειόφοιτος σπουδαστής σκηνοθεσίας, σαν να είμαι πάλι 25 χρονών και κάνω τα πρώτα μου βήματα!
    Κατά τα άλλα, η διεύθυνση της ελληνικής τηλεόρασης αντί να αγοράζει για προβολή τις ταινίες μας προτιμά να παίζει «ποιοτικές ταινίες του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου». Και άσε εμάς τους weird, όμως από τον κρατικό φορέα που θα έπρεπε να είναι στήριγμα και κοινωνός του σύγχρονου πολιτισμού αποκλείονται σκηνοθέτες όπως οι Τσιώλης, Τάσιος, Φέρρης, Νικολαΐδης, Περάκης, Πανουσόπουλος, Αγγελόπουλος και πολλοί άλλοι. Αλλά επιδοκιμάζεται το να μεγαλώνει μια τέταρτη γενιά ελλήνων με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Η φάση έχει γίνει... «μίνι φούστα και βαράτε». Ή... «Δεσποινίς ετών 39» όπως μάθαμε πρόσφατα.
    Σε κοινωνικό επίπεδο, ακόμα και οι πλέον λοβοτομημένοι τηλεθεατές δεν θα αργήσουν να καταλάβουν ότι ο πρωθυπουργός δεν είναι ο... «μωυσής» όπως σχεδόν τον βάφτισαν τα (επισήμως πλέον) χρηματιζόμενα ΜΜΕ. Ντεμπουτάρισε με σεισμό πολλών ρίχτερ και συνεχίζει δυναμικά με πανδημίες, πογκρόμ βίας, μαζική φτωχοποίηση και που είσαι ακόμα!
    Από κοντά φυσικά ακολουθεί και η υπόλοιπη φαμίλια που ήρθαν από τα βόρεια προάστια να μας μάθουν πώς να περπατάμε στην Αθήνα.
    Είναι γνωστό ότι η δεξιά μισεί την τέχνη αφού δεν έχει να κερδίσει πολλά από το συγκεκριμένο χώρο. Οπότε η kinky Λίνα και οι ομόλογοί της διεξάγουν μια ευθεία επίθεση διαρκείας όχι μόνο στους καλλιτέχνες αλλά και στη σχετική παιδεία όπως υπαγορεύει η λέσχη Μπίντελμπεργκ. Έτσι, να τα σκοτώνουμε από μικρά! Και να καθαρίσουμε τους κακομούτσουνους!
    Όπως λέει κι πατέρας μου «ετοιμαστείτε να ζήσουμε χρόνια ΕΡΕ». Μάλιστα τώρα με την πανδημία είναι στο στοιχείο τους: Υπάρχει ένας επιλεκτικός θεατράλε υγειονομισμός, μια χουντίλα, με υπουργούς πρώην τσεκουροφόρους, άλλους τηλεσαλτιμπάγκους, έναν σοσιαλιστή (...) υπουργό δημόσιας (;) τάξης (;) που προδικάζει ιατροδικαστικά πορίσματα, άμεσα χρηματιζόμενα από την κυβέρνηση ΜΜΕ να ταΐζουν λήθη το πόπολο και άλλα ωραία.
    Σε παγκόσμιο επίπεδο είναι προφανές ότι ο κορονοϊός αποτέλεσε το ιδανικό άλλοθι για να καταρρεύσει το σύστημα ώστε να φτιαχτεί κατόπιν ένα καινούργιο ακόμα πιο απαίσιο με πολύ χειρότερους όρους για όλους εμάς. Κι εδώ αυτό προσπαθούν να κάνουν αλλά με το απαράμιλλο, καρμίρικο ελληνικό στιλ. Στο μεταξύ η επανάσταση σταμάτησε για μια σέλφι στο ίνσταγκραμ.
    Για να επιστρέψω όμως στην αρχική ερώτηση, το άλλο καλό που βλέπω είναι μια λάμψη στα μάτια όσων –ψυχοπαθών σίγουρα- συναδέλφων επιμένουν να κάνουν ταινίες μέσα σε αυτό το σουρεάλ χάλι που θα έβγαζε ακόμα και τον Μπουνιουέλ από τα ρούχα του.



    Ποιο πιστεύεις πως είναι το κοινό της «Αναζήτησης της Λώρα Ντουράντ» στην Ελλάδα (από ηλικίες, από ενδιαφέροντα, κλπ.);

    Η Λώρα είναι μια ταινία για τους απανταχού ρομαντικούς, τους κυνηγούς της ελευθερίας, τα fanboys που έπιασαν τα σαράντα, για τα πάθη της Generation X, τους λάτρεις του σινεμά και της μουσικής all over. Όσο περισσότερο αγαπά κανείς το σινεμά και τη μουσική, τόσο περισσότερο θα βουτήξει στο σύμπαν της ταινίας μαζί με τους δύο φίλους που παίρνουν τους θεατές από το χέρι για να τους βγάλουν από τη μίζερη πραγματικότητα και να τους πάρουν μαζί σε έναν κόσμο όπου όλα μπορούν να συμβούν.
    Προσπάθησα να κάνω μια ταινία που να με εκφράζει απόλυτα η οποία όμως να λειτουργεί ψυχαγωγικά και για ένα μεγαλύτερο κοινό. Να κάνω κάτι σαν ντίσκο με πολιτικό στίχο. Για αυτό χρησιμοποίησα τη φόρμα της κωμωδίας που, πέρα από το ότι είναι μακράν το πιο δύσκολο είδος σινεμά, αντιμετωπίζεται από πολλούς σαν υποδεέστερο. Best of both worlds που λένε! Φαντάζομαι ότι η φεστιβαλική μας πορεία στο εξωτερικό με την πρεμιέρα στο Ταλίν και την προβολή στο Σαράγιεβο θα ησυχάσει όσους δεν βρίσκουν τη Λώρα αρκετά... arthouse.
    Από την άλλη, ίσως κάποιος σκεφτεί ότι η Λώρα είναι μια κωμωδία με «μουσικούλα», ελαφριά, «ποπ», απολιτίκ, ιδανική για άθενζ βόις και τα λοιπά: Ας αναρωτηθεί λοιπόν ο υποψιασμένος θεατής ποιος είναι ο Βαγγέλης Πάλλης (ή αλλιώς «Απάτσι») που μνημονεύεται στην αρχή της ταινίας και διάφορα άλλα στοιχεία που θεωρώ ότι μας απομακρύνουν από μια τέτοια κατηγοριοποίηση.
    Στην Ελλάδα βέβαια πέρα από το να κάνεις κάτι, πρέπει να βρεις και κάποιον να μπορεί να καταλάβει τι είναι αυτό που έκανες. Χωρίς να μας πτοεί η στενομυαλιά και η δεδομένη έλλειψη φαντασίας των εγχώριων διανομέων, μπορούμε πάντα να βγάλουμε την ταινία στις αίθουσες ανεξάρτητα, όπως κάναμε με το Runaway Day. Kι ας πάρουμε λιγότερα αστεράκια, κάτι που συνεπάγεται μια τέτοια επιλογή.


    Η δημιουργία μιας ταινίας τι σημαίνει για σένα;


    Για μένα το σινεμά είναι το κλειδί της ζωής και δεν θα σταματήσω να το πιστεύω όσο αναπνέω. Μου δίνει τη δύναμη να υπομείνω τα μύρια όσα προκειμένου να ολοκληρώσω τις ταινίες μου. Και αυτό το πάθος είναι μια μορφή εξάρτησης που εύκολα εκμεταλλεύεται κάποιος.
    Όταν ήμουν λίγο μικρότερος από σένα, έγραφα για το σινεμά στο Exagram του Γιώργου Μελισσινού, ίσως το πρώτο διαδικτυακό περιοδικό στην Ελλάδα. Τότε λοιπόν είχα κάνει μια συνέντευξη στον Πανουσόπουλο ο οποίος, ανάμεσα σε άλλα, μου είχε πει: «Όταν κάνεις ταινίες, σηκώνεσαι μια μέρα, κοιτάζεις γύρω, βλέπεις ότι έχεις φτάσει 40 χρονών και αναρωτιέσαι για πότε πέρασαν αυτά τα χρόνια..». Τώρα τον καταλαβαίνω απόλυτα, για εμάς τους σκηνοθέτες ζωή είναι αυτό που συμβαίνει το χρονικό διάστημα από τη μία ταινία στην επόμενη. Κάτι που σίγουρα βλάπτει τις διαπροσωπικές σχέσεις και την απόπειρα κατασκευής τους. Από την άλλη βλέπω φίλες και φίλους που δεν κάνουν ταινίες να είναι σε χειρότερο χάλι οπότε το αδιέξοδο είναι μάλλον γενικότερο.
    Μια ταινία είναι σαν παιδί και οι συνεργάτες με τους οποίους την κάνεις κάτι σαν οικογένεια. Έτσι πολλές φορές όπως κάθε γονέας, αναγκάζεσαι να κάνεις αρκετούς συμβιβασμούς για το καλό του παιδιού σου. Είσαι υπόλογος απέναντι στην ταινία και στους συνεργάτες να φροντίσεις για την μεγαλύτερη δυνατή προβολή της. Στα χαρτιά τουλάχιστον, γιατί προσωπικά όποτε έρχεται η ώρα να συνδιαλλαγώ με τους κάθε είδους «θεσμούς» με πιάνει μια αλλεργία, ένα τρέμουλο και προτιμώ να τα κάνω όλα μόνος – βλάπτοντας στην ουσία εαυτόν, ταινία και συνεργάτες.
    Μια μέρα ο καλός συνεργάτης της ταινίας και βοηθός σκηνοθέτη του Τσιώλη, Χάρης Μιχαλογιαννάκης, μου είχε πει το εξής: «Ο Τσιώλης είχε μια ενοχή με τα χρήματα και όποτε του έρχονταν στα χέρια, τα έδιωχνε». Παρατήρησα λοιπόν ότι έχω κι εγώ το ίδιο πρόβλημα. Επειδή οι συνεργάτες μου σε όλες τις ταινίες παίρνουν λίγα ή καθόλου χρήματα, όποτε έρχονται λεφτά στα χέρια μου τα μοιράζω αμέσως με αποτέλεσμα να μη μένει δεκάρα! Θέλω να πιστεύω ότι αυτό εκτιμάται γιατί οι περισσότεροι επιστρέφουν ή δε φεύγουν πότε από τον τόπο του «εγκλήματος» για να ξαναδουλέψουμε παρέα...
    Να κλείσω με μια εξαιρετική κουβέντα που είπε ο συγγραφέας Βασίλης Παλαμάρας (γνωστός και ως «Ελατήριο») στην παρουσίαση του τελευταίου του βιβλίου με τίτλο «(σ)τάσεις φυγής»: «Το μεγαλύτερο όπλο μας δεν είναι η λογική αλλά η φαντασία. Και αυτό θέλουν να μας το κόψουνε».
    Εγώ λοιπόν όσο αντέχω δεν θα αφήσω κανέναν να μου κόψει αυτό το όπλο, είτε είναι τα εκάστοτε κράτη-καθεστώτα που όχι μόνο δε δίνουν δεκάρα για το σινεμά αλλά συνήθως στέκονται εμπόδιο σε αυτό που κάνουμε, είτε είναι η πεζότητα που κάποιες φορές μοιραία μπλέκεται στην τέχνη μας, η ψεύτικη μάσκα του κατ’ επιλογή «υγειονομισμού», είτε η ολίσθηση στη ρουτίνα της καθημερινότητας. Και θα υποστηρίζω αυτή την επιλογή με το όποιο προσωπικό κόστος.
    Αστοί και περιθωριακοί, κουίρ και στρέιτ, κυριλέδες και λούμπεν, χίπστερ και λαϊκοί, όλοι οι άνθρωποι που κάνουμε ταινίες έχουμε χρέος να κόψουμε από τον καρπό το καταγγελτικό χέρι της κοινωνίας που σηκώνεται για να δείξει όποιον δεν υπακούει στις δικές της νόρμες. Έχουμε ακόμα μεγαλύτερο χρέος να δείξουμε στις επόμενες γενιές ποια είναι η πραγματική χρήση μιας οθόνης, ενάντια στους insta ψηφιακούς κώλους, βυζιά και κοιλιακούς που μας πετάγονται υποχρεωτικά μέσα στη μούρη. Και είναι η εξής:
    Η οθόνη οφείλει να είναι μεγάλη, τουλάχιστον σινεμασκόπ, ώστε να γεννάει όσο το δυνατόν περισσότερες εικόνες, συναισθήματα και ιδέες, πνευματική τροφή για το μελλοντικό θεατή που θα στέκεται μπροστά της όταν εμείς θα είμαστε σκόνη. Φακ βέρτικαλ φόρματ!



    Σύνοψη:
    Ο Αντώνης Τιτσάνης και ο Χρήστος Φερτάκης είναι δύο φίλοι που συγκατοικούν σε ένα μικρό διαμέρισμα στην Αθήνα. Άνεργοι και πλήρως αποκομμένοι από τον κοινωνικό τους περίγυρο, ζουν όπως μπορούν, είτε με τα ελάχιστα έσοδα από τις μικροδουλειές που κάνουν, είτε με τα χρήματα από το ταμείο ανεργίας του Χρήστου.
    Τους δυο φίλους ενώνει ο κοινός, πλατωνικός έρωτας για τη Λώρα Ντουράντ, μια μυθική πορνοστάρ της δεκαετίας του ‘90 τα ίχνη της οποίας έχουν εξαφανιστεί μυστηριωδώς.
    Όταν τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, οι φίλοι αποφασίζουν κι αυτοί να πάνε κόντρα στην τύχη τους ξεκινώντας την αναζήτηση τη Λώρα. Έτσι μπαίνουν σε μια fully-fledged ροκ εν ρολ Οδύσσεια (με Λωτοφάγους, Κύκλωπες και Πηνελόπες) όπου τα κινηματογραφικά κλισέ σταδιακά παρεμβαίνουν μέχρι εντέλει να γίνουν οι πρωταγωνιστές της ιστορίας.


    Βραβεία και Συμμετοχές σε Αγορές Συμπαραγωγής (επιλεκτικά):
    Βραβείο Κινηματογραφικού Δικτύου Νοτιοανατολικής Ευρώπης (SEE Cinema Network) 2017
    CineLink Work in Progress 2019 - Διαγωνιστικό Τμήμα, Διεθνές Φεστιβάλ Σαράγιεβο
    CineLink Co-production Market 2015 - Διαγωνιστικό Τμήμα, Διεθνές Φεστιβάλ Σαράγιεβο
    Agora Works in Progress 2018 -Διαγωνιστικό Τμήμα, 59ο Διεθνές Φεστιβάλ Κιν/φου Θεσσαλονίκης
    Boat Meeting Molodist 2017, Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Κίεβο
    No Borders International Co-Production Market 2015 (Independent Filmmaker Project, NYC)

    Καστ: Μάκης Παπαδημητρίου, Μιχάλης Σαράντης, Αννα Καλαϊτζίδου, Υβόννη Μαλτέζου, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Νίκος Χατζόπουλος, Ηλίας Κουνέλας, Μαίρη Μηνά, Κρις Ραντάνοφ, Γιώργος Μπουσούνης, Αναστασία Πλέλλη, Κωνσταντίνος Γώγουλος, Άγγελος Παπαδημητρίου, Μαρία Σκουλά και άλλοι | Φιλική Συμμετοχή: Δάνης Κατρανίδης

    Συντελεστές:
    Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μπαβέλλας | Παραγωγοί: Τζίνα Πετροπούλου, Λίνα Γιαννοπούλου, Γιώργος Ζέρβας, Δημήτρης Μπαβέλλας | Σενάριο: Δημήτρης Μπαβέλλας σε συνεργασία με την Κατερίνα Κλειτσιώτη | Executive Producers: Νίκος Μούτσελος, Μάκης Παπαδημητρίου, Γιώργος Μπουσούνης, Γιώργος Γκίνης | Μοντάζ: Γιώργος Γεωργόπουλος | Πρωτότυπη Μουσική και τραγούδια: Γιώργος Μπουσούνης | Διεύθυνση φωτογραφίας: Ραμόν Μαλαπέτσας | Επιπλέον τραγούδια από τους: ΜΠΑΡΑΖ (σε πρωτότυπη μουσική και ένα κομμάτι των Mekons), Ρεμπετίστας, AMP Outernational, Tareq, Wasted Utd., Jaxon L. Swain, Περικλή Χαρβά | Ηχοληψία: Στέφανος Ευθυμίου | Σχεδιασμός ήχου: Στέλιος Κουπετώρης | Μίξη Ήχου: Γιάννης Σκανδάμης, Κώστας Χρυσόγελος | Σκηνικά: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου | Κοστούμια: Μαρία Καραθάνου |Graphic Designer: Στέλλα Θεοδώρου | Μακιγιάζ: Δώρα Νάζου | Κομμώσεις: Μαρία Κούκια | Κάστινγκ: Σταύρος Ράπτης / Fin Casting | Βοηθός σκηνοθέτη: Νίκος Αυγουστίδης | Παραγωγή: Vox Productions | Συμπαραγωγή: Δύο Τριάντα Πέντε, ALATAS FILMS - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΛΑΤΑΣ, Ammos Music, Cekta, Φαντασία Οπτικοακουστική, KENT Films, The Coffee Films | Με την υποστήριξη των: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ΕΡΤ


    • ΜΗ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ
    • Facebook Comments
    Item Reviewed: Ο Δημήτρης Μπαβέλλας μιλάει στον Πάνο Μουζάκη για τη νέα του ταινία "Η Αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ" Rating: 5 Reviewed By: Alexis Kyriazis
    Scroll to Top