Με αρκετή καθυστέρηση ομολογουμένως, μιας και η σειρά ανέβηκε στο Netflix το Δεκέμβριο, έπεσε στα χέρια μου μία από τις διεθνείς πρωτότυπες παραγωγές του, το Γερμανικό Dark.
Νοέμβριος 2019.
Βρισκόμαστε στη μικρή (φανταστική) πόλη Winden, εκεί όπου βρίσκεται για λίγο ακόμα σε λειτουργία το τελευταίο πυρηνικό εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας.
Οι κάτοικοί της είναι αναστατωμένοι μετά την εξαφάνιση ενός 15χρονου αγοριού με την αστυνομία να μην έχει καταφέρει να βρει κανένα ίχνος του.
Λίγες ημέρες αργότερα, ο Mikkel, ένα 11χρονο αγόρι, ενώ βρίσκεται μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του και τους φίλους του στο δάσος, εξαφανίζεται και αυτός, κυριολεκτικά μέσα από τα χέρια τους.
Με επίκεντρο τέσσερις οικογένειες που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα όχι μόνο με τα παιδιά αλλά με την ίδια την ιστορία της πόλης, το μυστηριώδες παζλ ξεδιπλώνεται με τα κομμάτια του να μας κάνουν… ταξίδια στο χρόνο!
Αν και δεν είμαι φίλος του binge-watching, το Dark το ξεκίνησα Σάββατο μεσημέρι και λιγότερο από 24 ώρες αργότερα το είχα ολοκληρώσει, και ο λόγος γι’ αυτό ήταν διπλός.
Για να αρχίσουμε με τα θετικά, η σειρά είναι κυριολεκτικά καθηλωτική, με το δημιουργό Baran bo Odar (Sleepless) να έχει δημιουργήσει μια αποπνικτικά γοητευτική ατμόσφαιρα που σε αρπάζει από το λαιμό και σε σφίγγει τόσο ώστε να είναι αδύνατο να της ξεφύγεις.
Σε αυτό βοηθάει ιδιαίτερα η επιβλητική και υποβλητική μουσική του Ben Frost, η οποία όμως σε στιγμές το παρακάνει και καταντάει γελοία πομπώδης.
Για τη κεντρική ιστορία προφανώς και δε μπορώ να πω πολλά, όμως το σίγουρο είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια παραδοσιακή missing children ιστορία, με το sci-fi στοιχείο να προστίθεται σχεδόν από την αρχή στην εξίσωση.
Αυτά όμως που πρέπει να πω είναι ότι ο δημιουργός παίρνει την ιστορία του υπερβολικά στα σοβαρά, με την απαραίτητη ελαφρότητα που χρειάζεται το fantasy στοιχείο να λάμπει δια της απουσίας της κάνοντας το αποτέλεσμα να μοιάζει υπερφίαλο.
Ένα άλλο πρόβλημα στη πλοκή είναι το μοίρασμα της, με την καρδιά της να αρχίζει και να τελειώνει ουσιαστικά στα επεισόδια 4-7, με τα πρώτα τρία να είναι εισαγωγικά και τελευταία να αποκαλύπτουν κάποιες απαραίτητες μεν, λεπτομέρειες δε, ενώ ταυτόχρονα στρώνουν το δρόμο για τη συνέχεια.
Ναι, κατά τη διάρκεια αυτών των κεντρικών 4 επεισοδίων, είναι πρακτικά αδύνατο να πάρεις τα μάτια σου από την οθόνη, με το κουμπί “next episode” να πατιέται σχεδόν αυτόματα, όμως στα υπόλοιπα 6 τα νεκρά διαστήματα και η στατικότητα είναι δυστυχώς συχνό φαινόμενο.
Και φτάσαμε σε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που θα πρέπει να ξέρετε προκαταβολικά και είναι ο δεύτερος λόγος για τον οποίον αν ξεκινήσετε τη σειρά, απλά πρέπει να τη τελειώσετε όσο μπορείτε πιο γρήγορα.
Παρότι η πλοκή έχει τα… πέρα-δώθε της, τα πήγαινε-έλα της, παρακολουθείται χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, με μια σημαντική προϋπόθεση… να μπορείτε να αποστηθίσετε 4 γενεαλογικά δέντρα και τις σχέσεις όλων αυτών μεταξύ τους, και επιπλέον, να συνδυάσετε ονόματα με φυσιογνωμίες σε τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους!
ΧΑ-ΟΣ!
Ομολογώ ότι τουλάχιστον μέχρι το 4ο επεισόδιο, παρακολουθούσα τη σειρά αγκαλιά με την Wikipedia!
Μου ήταν πρακτικά αδύνατο να θυμηθώ τόσο πολύ κόσμο, και σε στιγμές έβγαζε μια δυσάρεστη αίσθηση λες και διάβαζα Ιστορία και προσπαθούσα να αποστηθίσω ονόματα για να δώσω εξετάσεις!
Για το Dark μπορούμε να πούμε ότι το Fringe συνάντησε το Donnie Darko στο σώμα του Stranger Things.
Είναι μια σειρά που παρά τα πολλά της προβλήματα, σου είναι αδύνατο να την αγνοήσεις, αφού σε καθηλώνει πολύ νωρίς και πολύ έντονα.
Ταυτόχρονα όμως, όλα αυτά τα προβλήματα, προκαλούν έντονα ερωτηματικά για το δεύτερο κύκλο που έχει ήδη ανακοινωθεί, και γνωρίζοντας από το φινάλε του πρώτου που “το πάει”, δεν είμαστε και τόσο σίγουροι ότι θα αξίζει επιστρέψουμε για τη συνέχεια.
Αλέξανδρος Κυριαζής.