F Ο Δημήτρης Αθανίτης μας ταξιδεύει στον 'Λαβύρινθο' - FilmBoy Ο Δημήτρης Αθανίτης μας ταξιδεύει στον 'Λαβύρινθο' - FilmBoy
  • Latest News

    Ο Δημήτρης Αθανίτης μας ταξιδεύει στον 'Λαβύρινθο'

    φωτό Β. Ντούρος

    Παρακολούθησα το «Λαβύρινθο» στο 22ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, το οποίο πραγματοποιήθηκε φέτος online. 
    Πρόκειται για μια ιδιότυπη ταινία, το πρώτο ντοκιμαντέρ του σκηνοθέτη, που επιχειρεί να μας ξεναγήσει στην καρδιά της πόλης. 
    Μερικές μέρες αργότερα, συνάντησα το δημιουργό του, το Δημήτρη Αθανίτη, στο κέντρο της Αθήνας συζητώντας για τη δημιουργία της ταινίας και άλλα πολλά. 
    Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο London GFF στο Λονδίνο, όπου και βραβεύτηκε. 
    Ακολούθησαν τα Docfest στη Χαλκίδα και το Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Καλαμάτας ενώ η πορεία της και σε άλλα φεστιβάλ συνεχίζεται με επιτυχία. 



    Η συνέντευξη έγινε το Σάββατο 6 Ιουνίου για το FilmBoy.






    - Πες μου λίγα λόγια για το πώς σκέφτηκες να κάνεις το «Λαβύρινθο». 
    Από την πρώτη στιγμή σύλληψης της ιδέας μέχρι και τη διεκπεραίωσή της. Ήταν project που ήθελες να κάνεις καιρό; 




    -Όταν κάνω τις ταινίες μου, όλη η διαδικασία ξεκινάει πολύ πιο νωρίς. Δηλαδή, μπορεί να ξεκινήσει μια ταινία «υπόγεια» ας πούμε, εντελώς αθόρυβα. Σε όλες τις ταινίες μου, η Αθήνα είναι ένας αφανής πρωταγωνιστής. Έχω κάνει, μια εγκατάσταση για την Αθήνα, η οποία συνεχίζεται, έχει κάνει γύρω στις 5-6 παρουσιάσεις σε διαφορετικούς χώρους. Επομένως, η σχέση μου με την πόλη μπορώ να πω ότι είναι μόνιμη. Έχω γεννηθεί και μεγαλώσει στο κέντρο, και αυτές τις στοές τις γνωρίζω πάρα πολύ καλά διότι έχω περάσει άπειρες φορές. Με γοήτευαν σαν παιδί, αλλά και σαν μεγάλο πια. Βλέποντας, όμως, τώρα πια ότι είναι σε μια φάση παρακμής και τα μαγαζιά κλείνουν σιγά σιγά, πήρα την απόφαση να κάνω αυτή την ταινία. Ήξερα πολύ καλά τους χώρους. Αυτό, όμως, που δεν ήξερα και ήταν η μεγάλη έκπληξη, ήταν οι άνθρωποι.

    Πρέπει να σου πω ότι είναι η πρώτη ταινία ντοκιμαντέρ που κάνω, δεν το είχα σκεφτεί ποτέ μου ως τώρα. Παρόλα αυτά, όταν μου ήρθε η ιδέα πια, προχώρησα. Βέβαια, κατά κάποιο τρόπο, το οργάνωσα σαν να έκανα ταινία μυθοπλασίας. Να φανταστείς, για να βρω αυτούς τους ανθρώπους – οι ίδιοι δεν το ξέρουνε, μα θα το μάθουνε κάποια στιγμή – έκανα στην πραγματικότητα μια κρυφή οντισιόν. Πέρασα εγώ, με τη βοηθό μου, έβλεπα, έλεγα «ναι αυτό με ενδιαφέρει, εκείνο όχι». Δεν πήγα ποτέ να τους βρω πριν επίτηδες, δεν ήθελα να έχουμε σχέση πριν κάνουμε τη συνέντευξη. Στη συνέχεια, έβαλα τον Κώστα Καζανά να αφηγείται και να περιπλανιέται στις στοές. Έκανα, λοιπόν, την οντισιόν και κατά 90% έπεσα μέσα στα πρόσωπα που επέλεξα, υπήρξαν κάνα δυο που τελικά δεν τους έβαλα, προκαταβολικά εννοώ, δεν κάναμε τις συνεντεύξεις. Αλλά και πάλι, ήθελα να μιλήσω με άτομα που έχουν διαφορετικά επαγγέλματα. Ήταν μια πραγματικά υπέροχη έκπληξη γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι πάνω απ’ όλα δημιουργοί. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, δεν είναι απλά έμποροι. Ήθελα να εστιάσω σε ανθρώπους που κάνουν πράγματα.

    Αυτοί οι άνθρωποι στην ουσία συνεχίζουν μια παράδοση που μπορεί να ξεπεράσει τα εκατό χρόνια. Πρώτα ήταν ο παππούς τους, μετά ο πατέρας τους, μετά εκείνοι. Αν και αρκετοί βρίσκονται σε μεγάλες ηλικίες, τους βοηθούν τα παιδιά τους. Απλώς εγώ προτίμησα να πάρω συνέντευξη από τους μεγάλους και, μάλιστα, σε πολλά από αυτά τα μαγαζιά έχουν σταματήσει να πηγαίνουν αυτοί, τους ζήτησα να έρθουν ώστε να μου μιλήσουν. Για να λέμε την αλήθεια, είχα απόλυτο δίκιο, διότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν ένα φοβερά συγκροτημένο λόγο και μιλώντας για αυτά που έχουν βιώσει στη δουλειά τους, έβγαινε μια εικόνα που ξεπερνούσε τα προσωπικά όρια. Λέγανε για το χώρο, για το τι συμβαίνει στην οικονομία μιας χώρας... έβλεπες μια εικόνα κοινωνική που έδειχνε πράγματα για την ιστορία του καθενός από αυτούς τους ανθρώπους. Μερικά πρόσωπα είχαν φοβερές ιστορίες να διηγηθούν και αυτό με εντυπωσίασε. Όπως για παράδειγμα, ότι είχε υπάρξει σε βιομηχανική παραγωγή ελληνική φωτογραφική μηχανή, πράγμα που αγνοούσα. Είναι φοβερό, πόσο μάλλον για το ’50. Αυτό και άλλα πολλά…



    -Μέσα από την ταινία, διαπίστωσα ότι οι άνθρωποι σε αυτές τις στοές είναι χαρούμενοι, χαμογελαστοί αλλά και πρόθυμοι για κουβέντα, παρόλο που είναι κρυμμένοι. Κάποιος που εργάζεται σε μαγαζί σε μια στοά μπορεί να μη θέλει να έχει και πολλές επαφές. 
    Μας έδωσαν μερικές πολύ ωραίες πληροφορίες αυτοί οι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι. 
    Πες μου λίγα πράγματα για τους ανθρώπους αυτούς. 

    -Έκανα το εξής. Το γεγονός ότι είχα μια σχέση με το χώρο, μια συνολική εποπτεία των πραγμάτων, ήταν ένα προβάδισμα. Ο καθένας μου μιλούσε για τη δουλειά του, από 5 έως 10 λεπτά. Από εκεί και πέρα, όμως, εγώ τους έκανα μια απίστευτη ανάκριση με αρκετά απρόβλεπτα ερωτήματα που δεν περιμένανε με τίποτα να θέσω. Αυτή η διαδικασία έβγαζε στη φόρα κάποια πράγματα, όχι πάντα, που δεν υπήρχε περίπτωση να βγουν αλλιώς. Πράγματα εντελώς απροσδόκητα. Ας πούμε, τους έκανα ερωτήσεις που για αυτούς δεν έχουν νόημα γιατί το έχουν συνηθίσει. «Πώς είναι η ζωή σου όλη όταν ζεις και δουλεύεις σε ένα τέτοιο μικρό εσωτερικό χώρο;». Υπάρχει ένας καφετζής στην ταινία που λέει ότι δεν καταλάβαινε πότε ήταν μέρα και πότε ήταν νύχτα. Πήγαινε από τις 5 το πρωί εκεί στο καφενείο να το ανοίξει και να προετοιμαστεί για τους πρώτους πελάτες και έφευγε 9 το βράδυ. Ένα άλλο φοβερό παράδειγμα: πέτυχα έναν τύπο, τον πιο μεγάλο σε ηλικία από τους ήρωές μας, ο οποίος μου λέει πως δεν είχε πάει σχολείο, είχε αρχίσει να δουλεύει από παιδί 7 χρονών και δάσκαλός του ήταν ο Σίμος ο Υπαρξιστής, ο οποίος είναι ένας από τους ήρωες του βιβλίου μου και θα ήταν ο πρωταγωνιστής στην πρώτη μου ταινία μικρού μήκους! Αυτή και αν δεν είναι σύμπτωση!


    -Ο συγκεκριμένος ήταν ένα από τα πιο ζωντανά πρόσωπα της ταινίας, κατά τη γνώμη μου. 

    -Κοίτα να δεις. Με μερικούς από αυτούς μιλήσαμε αρκετά, καθίσαμε μισή ώρα, τρία τέταρτα, από τα οποία κράτησα στο τέλος περίπου πέντε λεπτά. Απ’ ότι κατάλαβες, το αποτέλεσμα είναι κάτι πολύ ζωντανό. Με βοήθησε φυσικά και το μοντάζ σε αυτό, αλλά πρέπει να πω μια ακόμα φορά ότι οι άνθρωποι είχαν εκπληκτικό λόγο και, κάτι που μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, πολλοί από αυτούς έχουν πάει μέχρι το δημοτικό ή και καθόλου! Ο τύπος με τα λουλούδια, ας πούμε, έχει ανοίξει το δικό του δρόμο. Από παιδί βοηθάει τον πατέρα του πουλώντας λουλούδια. Έχει πάει μέχρι το δημοτικό. Όμως, τον ακούς και έχει μια άποψη και μια θεωρία, που δεν διστάζει να σου πει. Σου λέει: «Ο πολιτισμός στη Γη ξεκίνησε από τα φυτά». Αυτό στέκει, αυτό είναι και το τρελό. Και αναρωτιέσαι: «Είναι δυνατόν τέτοιοι άνθρωποι να μιλούν με αυτό τον τρόπο»; Ο λόγος αυτών των ανθρώπων έχει πληρότητα και πατάει κάπου, αυτό είναι κυριολεκτικά εντυπωσιακό. Έχουν πολλές εμπειρίες και έχει σημασία που κάνουν μια δημιουργική δουλειά, γιατί εκεί πέρα δοκιμάζονται και έτσι μαθαίνουν. Αυτό συμβαίνει και με τις ταινίες. Μαθαίνεις να κάνεις ταινίες με το να κάνεις ταινίες, δεν το μαθαίνεις πουθενά αλλού. Το ίδιο ισχύει και για τα τραγούδια και για τη ζωγραφική και τα υπόλοιπα. Παρόλο που η φάση αυτή βρίσκεται σε παρακμή, αυτοί οι άνθρωποι είναι αισιόδοξοι. Μου αρέσει πολύ αυτό. Ναι, είναι χαμογελαστοί, έχουν κέφι και επιμονή.
    -Ναι, πράγματι. Δεν πρόκειται για μίζερους ανθρώπους, έχουν μια αισιοδοξία και τη δείχνουν. Παρατήρησες κάτι αρνητικό; 

    -Υπάρχουν φυσικά και κάποια προβλήματα, όπως για παράδειγμα εκείνοι που φτιάχνουν τα κουτιά ή τα κοσμήματα δυσκολεύονται πολύ να βρουν ένα μαθητευόμενο να συνεχίσει το έργο. Αυτό είναι πραγματικότητα, αυτό το θέμα είναι υπαρκτό. Όπως λέει και ένας από τους ανθρώπους αυτούς: «Πάμε να γίνουμε μια χώρα της καφετέριας». Έχει δίκιο αν το σκεφτείς. Από δημιουργία τίποτα, σε λίγο θα φτάσει ο καθένας τους σε αδιέξοδο. Είναι τρομερό. Για τους ανθρώπους αυτούς, η δημιουργία τούς δίνει δύναμη, αισιοδοξία, γνώση και τη δυνατότητα να εκφράσουν το λόγο τους. Φυσικά είναι και άνθρωποι, όπως ο κύριος Πεχλιβανίδης με τις φοβερές εκδόσεις Ατλαντίς, που σίγουρα έχουν μια παιδεία. Τον συγκεκριμένο άνθρωπο τον έχω γνωρίσει ένα καλοκαίρι στη Σέριφο ένα πρωί τελείως τυχαία στο ξενοδοχείο που έμενα! Ακόμα μία σύμπτωση!


    -Θέλω να μου πεις μερικά λόγια για την ασπρόμαυρη φωτογραφία του έργου. Ποιο ήταν το σκεπτικό; 

    -Ήταν μια πολύ συνειδητή επιλογή για πάρα πολλούς λόγους. Βασικά γιατί έβγαλε από τα μάτια μας τα δευτερεύοντα πράγματα που θα μας τραβούσαν την προσοχή και μείναμε στην ουσία. Επίσης, είδα ότι μετά από λίγο ήταν πιο γοητευτική από το να ήταν έγχρωμη. Αυτό έχω εισπράξει βλέποντας την ταινία. Αυτό που στην αρχή μπορεί να σου κάνει λίγο μια εντύπωση, πιστεύω γίνεται μετά θετικό. Δεν είναι και τυχαίο πως στο τέλος κλείνω με ένα έγχρωμο μεγάλο μονοπλάνο. Θέλω να πω και κάτι ακόμα πάνω στο θέμα της εικόνας. Για μένα είναι κλειδί και σαφώς έχει σημασία που είναι ασπρόμαυρη. Η μεγάλη διαφορά που πιστεύω πως έχει η ταινία σαν ντοκιμαντέρ είναι ότι, παρόλο που είναι ένα ντοκουμέντο, πρόκειται για κινηματογράφο, και μάλιστα σε όλα τα επίπεδα – και στο εικαστικό. Είναι το θέμα της αίσθησης που έχουν τα πλάνα, η ταινία σε βάζει σε ένα κινηματογραφικό ταξίδι. Πέρα από τη γνώση και την πληροφορία, πιστεύω λειτουργεί απόλυτα και η κινηματογραφική μαγεία.
    -Σε αυτό νομίζω βοήθησε πολύ και ο αφηγητής της ταινίας, που ήταν παρών και μας ταξίδευε στον κόσμο των στοών.

    -Ναι, η συνεργασία μου ήταν πολύ καλή με τον Κώστα (Καζανά). Έχουμε συνεργαστεί στο παρελθόν ξανά, υπήρξε ο πρωταγωνιστής στο «Καμιά Συμπάθεια για το Διάβολο», έχει παίξει και στο «Όνειρο Καλοκαιρινής Νυκτός». Περάσαμε πράγματι όμορφα.
    -Μιας και κάναμε αναφορές στο ντοκιμαντέρ και την ταινία μυθοπλασίας, είχες στο μυαλό σου κάποιες επιρροές που ήθελες να χρησιμοποιήσεις στην ταινία σου;

    -Όχι, δε νομίζω. Με το ντοκιμαντέρ δεν έχω ιδιαίτερη σχέση, σχεδόν καθόλου θα έλεγα. Δεν φανταζόμουν ποτέ λίγα χρόνια πριν ότι εγώ θα έκανα ντοκιμαντέρ, με τίποτα. Αυτό ήταν μεγάλη έκπληξη για εμένα. Αλλά προέκυψε με ένα τρόπο που δεν το κατάλαβα και πολύ, έγινε φυσιολογικά. Κάποια στιγμή αισθάνθηκα ότι είναι ώριμο να γίνει. Θα σου πω κάτι… Σε δυο από αυτές τις στοές, το 2004, έχω γυρίσει κάποιες σκηνές για την ταινία «Η Πόλη των Θαυμάτων», εκεί στην οδό Λέκκα. Αργότερα, το 2012, στην ταινία μου «Τρεις Μέρες Ευτυχίας», κάνω μια βίντεο-συνέντευξη στην στοά Εμπόρων. Στο «Λαβύρινθο» τώρα, σε κάποια από αυτές πέρασε ο Κώστας. Χωρίς λοιπόν να το καταλάβω, τα πράγματα είναι σαν να έχουν ξεκινήσει μόνα τους. Την οδό Λέκκα τη θυμάμαι από παιδί, μου είχε κάνει εντύπωση ακόμα και το όνομά της. Έτσι, λοιπόν, είναι μερικά πράγματα που έρχονται μέσα από εμπειρίες.

    Δεν κάνω τις ταινίες εγκεφαλικά, προφανώς η ιδέα έχει μεγάλο ρόλο. Όμως, σε κάθε περίπτωση στηρίζω τις ιδέες μου πάνω σε εμπειρίες που έχω ζήσει. Αυτούς τους χώρους τους έχω ζήσει, έχει σημασία αυτό. Το ότι αυτοί οι άνθρωποι μιλάνε με τον τρόπο που μιλάνε – ενώ με γνωρίζανε μόνο εκείνη τη στιγμή – είναι μοναδικό. Σε μερικούς έλεγα απλώς ένα «γεια», σε άλλους μπορεί και τίποτα. Ήταν σαφώς ενήμεροι, αλλά μέχρι εκεί, δε με ξέρανε παραπάνω. Ούτε ξέρανε τι θα τους ρωτήσω. Υπέθεταν πως θα μιλάγανε για τη δουλειά τους. Στη συνέχεια, είπαν μερικά πράγματα που δεν το περίμεναν ούτε οι ίδιοι. Αυτό είναι τέχνη. Είναι σαν να έχεις τους ηθοποιούς σου και τους οδηγείς κάπου με αυτά που τους λες.


    -Θέλω να σε ρωτήσω για τις σκέψεις σου όσον αφορά το μέλλον της κινηματογραφικής αίθουσας. Θα αντέξει στο χρόνο; Τι μπορεί να κάνει το κοινό; 

    -Κοίτα… πολύ φοβάμαι ότι δεν είναι θέμα κοινού. Φοβάμαι πως υπάρχουν κεντρικοί σχεδιασμοί που ωθούν τον κόσμο προς την τηλεόραση. Δηλαδή, στο κατά μόνας θέαμα. Είτε αυτό λέγεται τηλεόραση, είτε λέγεται κινητό. Έχω την αίσθηση ότι υπάρχει ένας τέτοιος σχεδιασμός εδώ και πολύ καιρό, δεν είναι λόγω του ιού φέτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά φεστιβάλ κορυφαία εδώ και 5 χρόνια παίζουν σειρές. Καταλαβαίνεις τώρα ότι αυτό κάτι σημαίνει. Δεν είναι τυχαίο ότι τα Όσκαρ δίνουν τόσα βραβεία πια σε τηλεοπτικές παραγωγές. Κάτι γίνεται εδώ πέρα. Όταν προωθούνται τόσες παραγωγές από κανάλια, καταλαβαίνεις πού πηγαίνει το πράγμα… Ανησυχώ ότι όντως υπάρχει ένας τέτοιος σχεδιασμός. Όσον αφορά τώρα την αίθουσα, θεωρώ πως είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Η εμπειρία στην κινηματογραφική αίθουσα δεν μπορεί να αλλάξει με τίποτα. Ακόμα και το πιο εξελιγμένο home cinema να έχεις, δεν είναι το ίδιο. Είναι εμπειρία, και πράγματα που μπορεί να φαίνονται δευτερεύοντα, όπως το ότι θα πας μέχρι εκεί, θα μιλήσεις με κάποιον ή θα περιμένεις στη θέση σου πέντε λεπτά μέχρι να ξεκινήσει το έργο, όλα αυτά είναι ένας κόσμος και παίζουν ένα ρόλο. Πρέπει να υπάρξει οπωσδήποτε μάχη για να επιβιώσει η αίθουσα. Υπάρχει, βέβαια, μια περίπτωση να κατευθύνονται τα πράγματα από κάποιους ισχυρούς εκεί έξω με σκοπό να επικρατήσει το μονοπώλιο…


    -Οι νέοι άνθρωποι σήμερα πάνε στον κινηματογράφο; Τι πιστεύεις ότι βλέπουν και για ποιο λόγο πάνε σινεμά; Ενδιαφέρονται πραγματικά;
    -Το σίγουρο είναι πως το κοινό έχει περιοριστεί, διότι υπάρχει η πριμοδότηση του τηλεοπτικού προϊόντος. Έπειτα, ένα μεγάλο μέρος ευθύνης φέρει ο Τύπος και οι κριτικοί κινηματογράφου, διότι δείχνουν να αντιμετωπίζουν την τηλεοπτική σειρά ως κάτι παρόμοιο με την ταινία και η κριτική λειτουργεί ισοπεδωτικά με τις ταινίες, δηλαδή λειτουργεί σαν διαφήμιση. Πολλές φορές, ουσιαστικά δεν υπάρχει καν κριτική αλλά μόνο διαφήμιση. Όταν προβάλλεις μόνο εκείνα που θες, ασχέτως αξίας, τότε το κοινό θα διαμορφώσει άποψη αντίστοιχου επιπέδου. Απορώ πως δεν καταλαβαίνει όλος αυτός ο κόσμος – του Τύπου και οι κριτικοί – ότι αυτοακυρώνονται μόνοι τους. Αναιρούν το ρόλο μόνοι τους. Το σινεμά δεν μπορεί να προχωρήσει όταν υπάρχει ισοπέδωση των πάντων.
    Είχα μια φοβερή εμπειρία σε μια κινηματογραφική λέσχη, όπου είχα προβάλλει στο παρελθόν πολλές από τις ταινίες μου. Όμως, αυτή τη φορά μου ζήτησαν κάτι διαφορετικό… Μου ζήτησαν να προτείνω εγώ μία ταινία που μου αρέσει και να την παρουσιάσω. Επέλεξα την «Ωραία της Ημέρας» του Μπουνιουέλ. Μπορώ να πω ότι ήταν μια εξαιρετική εμπειρία, με πραγματικά σινεφίλ κοινό μέσα σε ένα μικρό χώρο. Είχαν έρθει και άτομα που δεν είχαν σχέση με το σινεμά. Από αυτό, κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι το θέμα της αγωγής. Ο κόσμος θέλει να δει πραγματικό σινεμά, το οποίο δεν βλέπει σήμερα. Τείνει να βλέπει κάτι σαν σινεμά, σπάνια θα δει το πραγματικό. Θα δεις κάτι που κρατάει δυο ώρες, θα το δεις και θα το έχεις ξεχάσει. Είμαι σίγουρος ότι αν κάνω ένα γκάλοπ, σε ειδικούς και μη ειδικούς, και ρωτήσω ποια ήταν τα βραβεία στο Φεστιβάλ Βερολίνου φέτος, κανένας δε θα μου απαντήσει – και ας έχουν περάσει λίγοι μήνες από τότε. Έτσι, είδα μέσα από αυτή την επαφή με τον κόσμο αληθινό πάθος, διότι την ταινία αυτή πολλοί την είχαν δει μια, δυο ή και τρεις φορές. Προς έκπληξή μου, τους ενδιέφερε να την ξαναδούν και κυρίως να ακούσουν. Και μετά να πουν τη γνώμη τους. Προσπάθησα να τους πω και να βγάλω στην επιφάνεια τα πιο κρυφά πράγματα που δεν μπορεί εύκολα να δει κάποιος, ακόμα και αν την έχει δει τρεις φορές. Είναι κάτι πέρα από την ιστορία, είναι κάτι άλλο, είναι θέμα κινηματογραφικής γραφής και ματιάς. Αυτές οι ταινίες, που είναι πραγματικά τέχνη, δημιουργούν ένα εξαιρετικά πολύπλοκο και γοητευτικό κόσμο, γι’ αυτό και δεν βαριέσαι ποτέ να τις βλέπεις, έχουν τόσα πράγματα να σου πουν. Σε ταινίες σαν και αυτή, συνειδητοποιώ κάθε φορά ότι ανακαλύπτω κάτι καινούριο! Εξακολουθεί να μου κρατάει το ενδιαφέρον. Αυτό έπρεπε να κάνουν και οι κριτικοί, να μεταφέρουν στο κοινό την αγάπη για το σινεμά και όχι να δρουν μεροληπτικά και ισοπεδωτικά υποστηρίζοντας και προωθώντας την τάδε παρέα και το τάδε προϊόν επειδή συνεργάζονται. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο, καταλαβαίνω ότι θα γίνει και προώθηση ορισμένων πραγμάτων. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να γίνεται εις βάρος του ίδιου του κινηματογράφου. Αυτό οδηγεί στην τηλεόραση, όπως είπαμε και νωρίτερα. 




    -Στη δεκαετία που πέρασε, έχεις παρατηρήσει κάποιον δημιουργό που σου έκανε εντύπωση και τον ξεχώρισες; Κάτι που δεν είχες ξαναδεί; 

    -Ομολογώ πως από την τελευταία δεκαετία, δεν μπορώ να πω ότι ξεχωρίζω κάποιον. Έχω μια αίσθηση πως πρόκειται για επαναλήψεις, και μάλιστα φτωχές. Πολλές φορές, ακόμα και να είναι καλοφτιαγμένες ταινίες, υστερούν σε ουσία. Βλέπεις… ονόματα που βγαίνουν στην επιφάνεια, πολύ γρήγορα χάνονται. Ας πούμε, αυτός που έκανε το «Old Boy», πού βρίσκεται τώρα; Τέλος πάντων, αν είναι να ξεχωρίσω κάποιον, που δεν είναι της δεκαετίας αυτής, είναι ο Κιμ Κι Ντουκ. Σε αυτόν είδα μια προσπάθεια για κάτι, διέθετε μια ματιά. Μπορώ να πω και ο Ρόι Άντερσον μου είχε κάνει εντύπωση, αν και από ένα σημείο και μετά θεωρώ ότι επαναλαμβάνεται. Από πιο παλιούς, θα έλεγα τον Μπουνιουέλ, για τον οποίο λένε πως κάνει κάτι σουρεαλιστικό – αν και σχετικά διαφωνώ. Έχει ένα στυλ που κυριαρχεί πάνω σε όλη την ταινία, σε βαθμό που αρκετοί δεν το μπορούν. Η μεγάλη δύναμη των ταινιών του είναι ότι δεν κραυγάζει αυτό που είναι. Υπάρχει μια δύναμη, που είναι δέκα φορές πιο δυνατή, αλλά είναι υπόγεια, και γι’ αυτό σε πιάνει πολύ πιο δυνατά. Για παράδειγμα, μια ταινία του Χίτσκοκ έχει φοβερή τεχνική. Δεν είναι προμετωπίδα, είναι λειτουργική, αυτό είναι το σημαντικό. Ο Μπουνιουέλ είναι ένας φανταστικός τεχνίτης, πέντε φορές πιο πολύ από τον Χίτσκοκ, και φαίνεται δέκα φορές λιγότερο, σχεδόν δεν το καταλαβαίνεις. Όταν είχα δει πρώτη φορά ταινία του Μπουνιουέλ, αλλά και του Χίτσκοκ, θυμάμαι πως είπα «Τι είναι αυτό;». Ένας ακόμα αγαπημένος μου είναι ο Τέρενς Φίσερ, και είπα ακριβώς το ίδιο όταν είδα ένα «Δράκουλα» που είχε κάνει. Έτσι είναι. Άμα βάλω στη γιαγιά μου να ακούσει Μόρισεϊ, δεν νομίζω να τρελαθεί κιόλας. Πρέπει να «μπεις» στην ταινία για να την κατανοήσεις. Νομίζω πια δε βλέπεις εύκολα γύρω σου πρόσωπα που το έργο τους μπορεί να ξεπεράσει την επικρατούσα τρέντι κατάσταση… Το υποτιθέμενο φετινό πρόγραμμα των Καννών είναι τρομακτικά αδύναμο. Δεν υπάρχουν δυνατά πρόσωπα. Όταν είσαι δημιουργός, δεν μπορείς να τελειώνεις με μόνο μία ταινία. Πρέπει να πιστεύεις και να συνεχίζεις το έργο σου. Υπήρξαν πολλοί σκηνοθέτες, που έγινε γνωστό το όνομά τους χάρη σε μια ταινία – όπως ο Ρόμπερτ Χάρμον με την ταινία του «Το Ωτοστόπ του Τρόμου» που πρωταγωνίστησε ο Ρούτγκερ Χάουερ. Άλλες φορές συμβαίνει και άλλες όχι.
    -Τέλος, θέλω να μου πεις για τα μελλοντικά σου σχέδια. Αν υπάρχει ήδη κάτι που ετοιμάζεις…

    -Έχω ήδη μία ταινία έτοιμη. Μπορεί να μην έχει γίνει κάτι αντίστοιχο μέχρι τώρα, πρόκειται για βίντεο-δοκίμιο μεγάλου μήκους. Σκόπευα να το έχω στο Φεστιβάλ στη Θεσσαλονίκη πέρσι αλλά από τη στιγμή που είχα και το «Λαβύρινθο», είπα να περιμένει. Έχω και τη «Μήδεια», για την οποία ήθελα να αρχίσω γυρίσματα το Μάρτιο, αλλά η ιστορία με τον ιό έβαλε πίσω τα σχέδια μου και έτσι θα γίνουν πια το Νοέμβριο. Αυτό είναι το βασικό μου σχέδιο, έχω και κάτι για ντοκιμαντέρ αλλά προς το παρόν το αφήνω στην άκρη. Όσο για τη «Μήδεια», είναι ένα μεγάλο σχέδιο διότι είναι πολύ πιστό στο πρωτότυπο έργο του Ευριπίδη και τοποθετημένο τότε, εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο. Έχει να γίνει κάτι παρόμοιο πάρα πολλά χρονιά. Ελπίζω να πάνε όλα καλά!

    Πάνος Μουζάκης


    φωτό Β. Ντούρος
    • ΜΗ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙΣ
    • Facebook Comments
    Item Reviewed: Ο Δημήτρης Αθανίτης μας ταξιδεύει στον 'Λαβύρινθο' Rating: 5 Reviewed By: Alexis Kyriazis
    Scroll to Top