Η επεισοδιακή βιογραφία της ηγετικής φυσιογνωμίας του πανκ ροκ συγκροτήματος Sex Pistols ,η ολέθρια σχέση του με την γκρούπι Νάνσι Σπάνγκεν και το τραγικό τέλος τους, στο φιλμ που έκανε ευρέως γνωστό τον σπουδαίο Βρετανό ηθοποιό Gary Oldman αναδεικνύοντας το μεγάλο ταλέντο του.
Ο Άγγλος σκηνοθέτης Alex Cox αναβιώνει την θρυλική εποχή του πανκ ροκ μέσα από την παθιασμένη ερωτική σχέση δύο αντισυμβατικών νέων που ασπάζονται το μότο «ζήσε γρήγορα πέθανε νέος» και το υλοποιούν με «sex drugs and rock n rol».
Ο μπασίστας και ηγέτης ενός από τα μεγαλύτερα πανκ συγκροτήματα όλων των εποχών Sid Vicious, υπήρξε ένας μύθος που κρατά ακόμα και σήμερα 38 χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατο του, γράφοντας ιστορία κυρίως για τον τρόπο ζωής και την εκρηκτική προσωπικότητα του και όχι τόσο για την μουσική που μετά βίας κατάφερνε να παίζει στην κατάσταση μέθης που βρισκόταν συνήθως.
Ο Cox όχι μόνο παρακάμπτει μία ακαδημαϊκή βιογραφία - αγιογραφία, αλλά επί της ουσίας απομυθοποιεί εντελώς το προφίλ του Vicious παρουσιάζοντας έναν εκρηκτικό, ψυχωτικό χαρακτήρα, όπως ακριβώς ήταν στην πραγματικότητα, ο οποίος ξέσπαγε στο αλκοόλ, τα ναρκωτικά και τη βία χωρίς να είναι σε θέση να αντιληφθεί τις συνέπειες.
Το φιλμ επικεντρώνεται σε αυτήν την τόσο εκκεντρική, γεμάτη ιδιαιτερότητες, προσωπικότητα όπου αφενός σκιαγραφεί μια ολόκληρη θρυλική εποχή της ροκ μουσικής και αφετέρου εκτυλίσσει μια ανθρώπινη τραγωδία.
Ο Cox προσπέρνα τα γεγονότα με απλές αναφορές και δίνει έμφαση στους δύο χαρακτήρες, τους οποίους απογυμνώνει από το ιλουστρασιόν προφίλ της διασημότητας, δίνοντας σάρκα και οστά στην καταθλιπτική, γεμάτη ψυχολογικά προβλήματα ανθρώπινη πλευρά τους.
Έτσι το φιλμ αποκτά κοινωνικές - δραματικές διαστάσεις, ξεφεύγοντας από μια κατεξοχήν μουσική βιογραφία.
Οι ήρωες παύουν να είναι αποκλειστικά μουσικοί stars και γίνονται δύο προβληματικοί καθημερινοί άνθρωποι οι οποίοι βιώνουν μία παρακμιακή, αυτοκαταστροφική πραγματικότητα οδηγούμενοι αναπόφευκτα στον όλεθρο.
Παράλληλα σχολιάζει εύστοχα την αδυσώπητη μουσική βιομηχανία και το ανθρωποφάγο σταρ σύστεμ, όπου οι μάνατζερς εμπορεύονται ανθρώπους, δημιουργώντας ροκ είδωλα τα όποια θυσιάζονται στον βωμό του κέρδους.
Όσο υπερβολική (σε σημείο ενόχλησης) μπορεί να είναι η αφήγηση δύο νευρωτικών χαρακτήρων όπου επί 110 λεπτά βρίσκονται εκστασιαμένοι, άλλο τόσο εντυπωσιάζουν οι ερμηνείες.
Ο σχεδόν πρωτοεμφανιζόμενος τότε Gary Oldman (2η κινηματογραφική του εμφάνιση) και η παρτενέρ του Chloe Webb, υπό τους ήχους γνωστών επιτυχιών των Sex Pistols, ξεδιπλώνουν την ερμηνευτική τους δεινότητα , μετουσιώνοντας με τον καλύτερο τρόπο το κινηματογραφικό όραμα του Alex Cox, ο οποίος σκηνοθετεί άμεσα, σχεδόν ντοκιμαντερίστικα, ενίοτε με στιλιζαρισμένες πινελιές, ενώ μία σύντομη εμφάνιση κάνει και η Courtney Love σε παρόμοιο ρόλο με αυτόν που αργότερα έμελλε να υποδυθεί και στην πραγματική της ζωή, ως σύζυγος του Kurt Cobain.
Το «Sid and Nancy» δικαίως θεωρείται από τα καλύτερα μουσικά φιλμ όλων των εποχών και η ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια είναι μία πρώτης τάξεως ευκαιρία, να την ξανά απολαύσουμε στην μεγάλη οθόνη 30 χρόνια μετά την επίσημη πρεμιέρα της το 1986.
Στους κινηματογράφους σε επανέκδοση από 15 Ιουνίου.
Γιάννης Αποστολίδης.