Ο Σουηδός σκηνοθέτης Ruben Ostlund ο οποίος είχε κάνει το 2014 το πολύ ενδιαφέρον Ανωτέρα Βία, έρχεται με φόρα από τις Κάννες με έντονα σατιρική διάθεση.
Αφορμή στην ταινία στέκεται μια κλοπή, με θύμα έναν έφορο μουσείου (Claes Bang) ο οποίος προσπαθεί να ξαναβρεί τα χαμένα του αντικείμενα.
Αλλά όχι και με τον πιο ορθόδοξο τρόπο.
Όπως είπαμε, το στόρι αποτελεί απλά την αφορμή για τον δημιουργό ώστε να φτιάξει έναν καμβά, πάνω στον οποίο θέλει να σατιρίσει όλη τη σύγχρονη κοινωνία, και λίγο παραπάνω το ελιτίστικο κομμάτι της, αποσκοπώντας στο γέλιο είτε απλά με κάποια εικόνα, είτε με κάποιους χαοτικούς και ταραντινικούς σχεδόν διαλόγους.
Το κύριο μέρος που αφορά την κλοπή (η οποία είναι πολύ ωραία σκηνοθετημένη), παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον και μπορεί να θυμίσει κάτι από του αδερφούς Coen, για το πώς ένα απλό γεγονός με αδέξιους χειρισμούς αρχίζει να παίρνει επικίνδυνες προεκτάσεις.
Γύρω από αυτή την ιστορία βάζει πολλά και διάφορα συστατικά.
Θέτει το θέμα της αλληλεγγύης και την ανάγκη για αλληλοβοήθεια στην εποχή μας, μια εποχή ανισοτήτων και αδικιών.
Βάζει ταξικές διαφορές.
Σχολιάζει τον χώρο των τεχνών.
Μιλάει για ανθρώπινες σχέσεις.
Θέτει το θέμα της ελευθερίας του λόγου.
Παρουσιάζει τη δύναμη της εικόνας στην εποχή του διαδικτύου με απώτερο στόχο το κέρδος.
Όπως καταλάβατε πολύ πλούσιο υλικό, ίσως και σε υπερβολικό βαθμό, το οποίο όμως με μια συχνά ψυχρή (Σουηδική;) και αποστασιοποιημένη (σύγχρονη τέχνη;) κινηματογράφηση, δεν καταφέρνει να μας κρατήσει σε όλη τη διάρκεια.
Το κύριο μέρος με την κλοπή και τα παραλειπόμενα έχει ενδιαφέρον, παρά τις υπερβολές και τις σχεδόν εκνευριστικές ασυνεννοησίες, αλλά οι παράλληλες ιστορίες στον εργασιακό χώρο και στην προσωπική ζωή του πρωταγωνιστή δεν δείχνουν να δένουν πάντα με την ιστορία.
Σταδιακά φαίνεται να μας αποπροσανατολίζει με όλα αυτά τα θέματα, από τα οποία άλλα ακουμπάει, άλλα συζητάει, και άλλα τα αναλύει περισσότερο, και οδηγείται σε μια διάρκεια η οποία κουράζει στο τελευταίο μισάωρο.
Ακόμα και η κύρια ιστορία δεν μας βάζει σε κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση, και όταν αυτό τελικά γίνεται, δείχνει να γίνεται με καθυστέρηση και το αποτέλεσμα μοιάζει αρκετά άνευρο.
Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι δεν έχει σημασία πού πάει ακριβώς η ταινία αλλά τι έχει να μας δώσει.
Αυτό είναι σωστό.
Θέλουμε να βλέπουμε κάτι πρωτότυπο που παίζει με τις αισθήσεις και τα συναισθήματά μας, ακόμα και αν δυσκολευόμαστε να το κατηγοριοποιήσουμε και να το καταλάβουμε.
Εδώ όμως, παρόλο που έχει να μας δώσει πολλά, τελικά δεν μας αγγίζει πραγματικά, και έτσι μας δημιουργεί μια διαμάχη ενστάσεων και θαυμασμού.
Στους κινηματογράφους από 7 Δεκεμβρίου.
Γιώργος Νυκταράκης.